Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) που δημιουργήθηκε το 1999 δεν ήταν απλά μια οικονομική συμφωνία η οποία βασίστηκε στην βάση της λογικής του κόστους-οφέλους. Ήταν πάνω από όλα μια πολιτική κίνηση, μια πολιτική συμφωνία για κοινές ιδέες, κοινά οράματα, αλληλεγγύη και συνεργασία. Μια συνεργασία που αποδεδειγμένα μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου προσέφερε πολλά περισσότερα στην Ευρώπη από ότι η προηγούμενη κατάσταση. Όμως η πρώτη δεκαετία της λειτουργίας του ευρώ και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007 μας έδειξαν ξεκάθαρα πως το όλο οικοδόμημα είναι ευάλωτο και έχει δομικές, θεσμικές και διαρθρωτικές ευπάθειες. Σήμερα εξαιτίας της ελληνικής οικονομικής κρίσης φάνηκε πως αυτή η προσπάθεια ίσως να μην στηρίζεται σε τελείως ανιδιοτελή κριτήρια και πως χώρες όπως η Ελλάδα με πολλές πολιτικές και οικονομικές αδυναμίες ίσως δεν θα έπρεπε να είχαν θέση στην ζώνη του ευρώ. Βέβαια τόσο από την ελληνική όσο και από την παγκόσμια σκηνή διάφοροι αναλυτές είχαν προειδοποιήσει για τα αποτελέσματα αυτά όμως δεν εισακούστηκαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει εάν δεν έχει ήδη χάσει όχι μόνο πολλά κυριαρχικά και δημοκρατικά δικαιώματα αλλά θα μπορούσε να λεχτεί ακόμα και την ελληνική της γλώσσα.
Το πρώτο και σημαντικό θέμα που προκύπτει από την τρέχουσα κρίση είναι ότι η ΟΝΕ ήταν και είναι μια πολιτική και οικονομική ένωση. Πρώτα από όλα σημαίνει ελευθερία μετακίνησης ατόμων, κεφαλαίων και εμπορευμάτων χωρίς περιορισμούς, όρια και φραγμούς ανάμεσα στις χώρες. Αυτή η ελευθερία με βάση την ευρωπαϊκή επιτροπή είναι ιδανική για την μακροχρόνια ανάπτυξη και μεγέθυνση των κρατών. Με βάση αυτό θα έπρεπε ιδεατά εφόσον η Ελλάδα γίνει μέλος της ευρωζώνης να μπει σε ένα άλλο μονοπάτι μεγέθυνσης και ανάπτυξης του οικονομικού και πολιτικού χώρου. Όμως αυτό δεν έγινε. Φαίνεται πως υπάρχουν 2 σημαντικοί λόγοι για αυτό. Ο πρώτος έχει αναλυθεί από τον Paul Krugman και αναφέρει πως σε νομισματικές ενώσεις όπως είναι η ΟΝΕ υπάρχει περίπτωση να υπάρξει μια περιφερειακή συγκέντρωση της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης. Ο δεύτερος λόγος έχει αναλυθεί διεξοδικά από τον Θεόδωρο Μαριόλη ακόμα και πριν από το 1999 και αναφέρεται στους λόγους συγκριτικού και απόλυτου πλεονεκτήματος. Το Ρικαρντιανό συγκριτικό πλεονέκτημα που απολαμβάνουν οι κυρίαρχες χώρες, έχει μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και της ΟΝΕ, αντικατασταθεί από τον Σμιθιανό νόμο του απόλυτου πλεονεκτήματος. Αυτό απλά σημαίνει ότι μόνο ο επιχειρηματίας που θα μπορεί να παράγει με το χαμηλότερο κόστος στην ευρωζώνη θα μπορεί να επιβιώσει στην ευρωπαϊκή αγορά. Τα ελληνικά προϊόντα και οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικά όχι μόνο στο ελληνικό αλλά και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Όμως σε ποιους τομείς η Ελλάδα έχει τέτοιο πλεονέκτημα? Αυτοί είναι δυο κύριοι οικονομικοί λόγοι που δεν έχουν γίνει κατανοητοί από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις πριν και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ και άφησαν με αυτό τον τρόπο την ελληνική οικονομία απροστάτευτη μέσα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής ένωσης.
Περά από αυτό θα μπορούσε να λεχτεί ότι η ΟΝΕ δεν φαίνεται να είναι μια ιδεατή ένωση. Οι ευπάθειες και οι δομικές και θεσμικές της ατέλειες έχουν αναλυθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από πολλούς αναλυτές όπως για παράδειγμα ο Cohen, ο De Grauwe, ο Baldwin κ.α. όμως αξίζει να αναφέρουμε κάποιες από αυτές γιατί σχετίζονται με την ανάλυση μας. Η πρώτη σημαντική ατέλεια έχει θεσμικό χαρακτήρα και σχετίζεται με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Stability and Growth Pact (SGP). Η ΕΚΤ μπορεί να κατηγορηθεί κυρίως για το ότι ενδιαφέρεται μονό για την σταθερότητα των τιμών και ότι παίρνει μια απόφαση νομισματικής πολιτικής για τα κράτη μέλη που έχουν διαφορετικές ανάγκες. Από την άλλη πλευρά το SGP δεν φαίνεται πρακτικά να περιλαμβάνει τον όρο της μεγέθυνσης έτσι όπως πραγματοποιείται και περιορίζει κατά πολύ τις δημοσιονομικές δυνατότητες των κρατών σε αυθαίρετα όρια. Ταυτόχρονα μέσα στην ευρωζώνη λειτουργούν και υπάρχουν τρία διαφορετικά καπιταλιστικά μοντέλα ανάπτυξης και μεγέθυνσης της οικονομίας και της παράγωγης, κράτη μέλη τα οποία όχι μόνο λειτουργούν με διαφορετικές αρχές αλλά και επιβάλλουν διαφορετικές προσεγγίσεις και πολιτικές για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Για παράδειγμα αν η Ελλάδα χρειάζεται να μειώσει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει ένα οποιοδήποτε οικονομικό πρόβλημα δεν έχει αυτήν την δυνατότητα ή ακόμα και αν τα επιτόκια μειωθούν από την ΕΚΤ μπορεί αυτά να μην μειωθούν στον βαθμό που θα ήθελε η Ελλάδα αλλά μια οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα που ασκεί περισσότερη επιρροή.
Ένας άλλος αρνητικός παράγοντας είναι ο μη συντονισμός της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενώ η νομισματική πολιτική σχεδιάζεται από την ΕΚΤ η δημοσιονομική πολιτική έχει παραμείνει στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων. Έτσι δημιουργείται ο κίνδυνος μεγάλων ασύμμετρων σοκ σε ολόκληρη την ευρωζώνη που προσφέρουν τις κυριότερες προϋποθέσεις για ανισορροπία και κρίσεις. Το πώς γίνεται αυτό μας το εξηγεί η θεωρία των Άριστων Νομισματικών Περιοχών (ΑΝΠ). Συμφωνά με αυτή ένα κράτος μέλος που ανήκει σε μια ΑΝΠ χρειάζεται να ικανοποιεί έξι κριτήρια που αφορούν την κινητικότητα εργασίας, την διαφοροποίηση της παράγωγης, το άνοιγμα και απελευθέρωση της οικονομίας, τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, και τα κριτήρια των ομογενών προτιμήσεων και της αλληλεγγύης. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις αν μια χώρα ακολουθεί διαφορετική δημοσιονομική πολιτική τότε θα πρέπει να υπάρχουν και να λειτουργούν στην ευρωζώνη τα στοιχεία εκείνα που θα ομαλοποιήσουν και θα σταθεροποιήσουν την κατάσταση. Έστω για παράδειγμα ότι η Γερμανία ακολουθεί μια πολιτική μισθών λιτότητας ενώ οι άλλες χώρες αυξάνουν τα τελευταία 7 χρόνια τους ονομαστικούς ή πραγματικούς μισθούς. Αυτό αυτόματα σημαίνει ότι η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας σε σχέση με τις άλλες χώρες βελτιώνεται κάτι που αποτυπώνεται και στις μεταξύ τους πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Έτσι μακροχρόνια δημιουργείται η ανάγκη για τον κατευνασμό των ασύμμετρων συνθηκών. Πως όμως μπορεί να γίνει αυτό? Αυτή η ανισορροπία μπορεί να αλλάξει είτε με την μη ακαμψία μισθών ή των τιμών είτε με την κινητικότητα κεφαλαίων ή εργασίας. Μονό η κινητικότητα κεφαλαίων μπορεί να υποστηριχτεί ότι υπάρχει στην ευρωζώνη αλλά και αυτή εν τέλει δεν υπάρχει σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξαλείψει τις άλλες ελλείψεις. Τα άλλα κριτήρια δεν μπορεί με σιγουριά να υποστηριχτεί ότι πληρούνται. Η εξισορρόπηση δηλαδή θα μπορούσε να γίνει είτε μέσω των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων στα πλαίσια ενός δημοσιονομικού μηχανισμού. Όμως ούτε κάτι τέτοιο υπάρχει. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως όσο δεν υπάρχουν τέτοιοι μηχανισμοί εξισορρόπησης μακροχρόνια τόσο το χάσμα ανάμεσα στις χώρες τις ευρωζώνης μπορεί να μεγαλώνει επιφέροντας κρίσεις.
Η παραπάνω ανάλυση μπορεί να αποτυπωθεί με σχεδόν απόλυτη σαφήνεια για την περίπτωση της Ελλάδας αν ενώσουμε ένα ένα τα κομμάτια. Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και η ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου δημιούργησαν ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου από την μια πλευρά αναπτύσσεται ασύμμετρα σε γεωγραφικές περιοχές ενώ από την άλλη ομογενοποιείται από την άποψη του οικονομικού ανταγωνισμού με την εξαφάνιση των περιορισμών στις οικονομικές συναλλαγές και ανταλλαγές. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και εξαιτίας του ότι δεν υπάρχει ούτε η θεσμική ούτε η πολιτικοοικονομική προστασία χώρες όπως η Ελλάδα δεν μπορούν να ανταποκριθούν μέσα σε ένα τόσο αβέβαιο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον. Μπορεί δηλαδή να παρατηρηθεί ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πληρούσε τα κριτήρια για τις ΑΝΠ και κακός όλα αυτά τα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις αναζήτησαν εναγωνίως την ένταξη της απροετοίμαστης χώρας στην ευρωζώνη. Αυτή η παρατήρηση φαίνεται όχι μόνο να παραβλέφθηκε από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και κανένας δεν τις έχει κατηγορήσει μέχρι τώρα για αυτό. Στην Ελλάδα παρατηρούνται τόσο οι ακαμψίες μισθών και τιμών όσο και η μη κινητικότητα κεφαλαίων και εργασίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες φτάσαμε στην σημερινή ελληνική κρίση που απελευθέρωσε η παγκόσμια κρίση του 2007 και έφερε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ένα βήμα πριν την διάλυση. Όμως γιατί δεν διαλύθηκε εν τέλει η ευρωζώνη? Γιατί χώρες σαν την Γερμανία θέλουν να διατηρούν την Ελλάδα μέσα στην ευρωζώνη?? Η απάντηση είναι απλή και βρίσκεται κρυμμένη πίσω από την ανάλυση μας. Η Ελλάδα βρίσκεται παγιδευμένη όχι μονό από την πρακτική της οικονομικής θεωρίας αλλά και από τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Χώρες όπως η Γερμάνια θέλουν να συντηρούν ή έχουν συμφέρον να συντηρούν την Ελλάδα στην ευρωζώνη για να εκμεταλλεύονται τα ανταγωνιστικά και εμπορικά πλεονεκτήματα τους. Αυτό άλλωστε δείχνουν τόσο τα επίπεδα του εμπορικού ισοζυγίου, και της ανεργίας τους το τελευταίο διάστημα.
Με βάση αυτές τις συνθήκες δεν είναι τόσο προφανείς οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα θα έπρεπε να συνεχίσει να είναι μέλος της ευρωζώνης, αν αυτοί μακροχρόνια την φέρνουν σε συνεχιζόμενη δυσχερή θέση. Τι όμως θα μπορούσαμε να αλλάξουμε έτσι ώστε να ομαλοποιήσουμε την κατάσταση? Μια πρώτη λύση είναι για παράδειγμα ένα σιωπηρό εμπάργκο στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Μια ιδέα που άγνωστο γιατί δεν συζητήθηκε ούτε καν από τους φημισμένους έλληνες οικονομικούς και πολιτικούς αναλυτές. Το σιωπηρό εμπάργκο θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την αύξηση των εσόδων μέσω φορολογίας από την κυβέρνηση. Μια άλλη λύση θα μπορούσε να είναι η δημιουργία δυο επίσημων ελληνικών γλωσσών αφού έτσι θα μπορέσουμε ίσως να ικανοποιήσουμε το κριτήριο της κινητικότητας εργασίας στην ευρωζώνη καθώς ένα μεγάλο πρόβλημα για την μη κινητικότητα είναι η γλώσσα. Είναι προφανές το γιατί αφού εάν η Ελλάδα συνεχίσει να είναι μέλος μιας ασύμμετρης ευρωζώνης και δεν μπορεί να καθορίσει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, ενώ από την άλλη η δημοσιονομική πολιτική της περιορίζεται όχι μόνο από τις ακαμψίες και την μη κινητικότητα αλλά και από το ίδιο το ελληνικό σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης όπου κυριαρχεί η διαφθορά, και δεν υπάρχει ένα ευρωπαϊκός μηχανισμός μεταβίβασης, τότε το μόνο που απομένει στους Έλληνες είναι να μεταναστεύσουν. Έτσι το κράτος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες τουλάχιστον ας προσφέρουμε καλύτερους όρους για αυτήν την μετανάστευση. Η τρίτη είναι να αρχίσουμε να κάνουμε πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές, σε ολόκληρη την οικονομία και να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τις συνθήκες ανταγωνισμού. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να αλλάξουμε ολόκληρο το μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης όπου κυριαρχούν η αναξιοκρατία, η διαφθορά και τα πολιτικά τζάκια. Με βάση τα παραπάνω είναι προφανές ότι στην Ελλάδα χρειαζόμαστε αλλαγή ολόκληρου του πολιτισμικού και καταναλωτικού παραδείγματος ανάπτυξης έτσι ώστε εάν υπάρχει μια πιθανότητα επιβίωσης στην ευρωζώνη να την διεκδικήσουμε.
Σχόλια